ΠΛΑΚΩΘΗΚΑ !!!
Κυριακή απόγευμα κι ακόμα να συνέλθω.
Σάββατο, μετά το μαγαζί, στημένη στη στάση για το σπίτι. Τα πόδια πονάνε, ζέστη.
Στο δρόμο μποτιλιάρισμα, καλά, θα φτάσω αύριο…
Πολλοί πάνε για διακοπές, φαίνονται, έχουν φορτώσει το μισό τους σπίτι στο αμάξι, ζηλεύω. Ζηλεύω κι αυτούς με το αιρ κοντισιον στο αυτοκίνητο και αυτούς με τις μηχανές που περνάνε ανάμεσα και φεύγουν.
Έρχεται το λεωφορείο, χωρίς αιρ κοντισιον, τίγκα κόσμο, οι περισσότεροι γέροι και μετανάστες. Ταλαίπωρες φάτσες, ξεζουμισμένοι άνθρωποι, έτσι νιώθω κι εγώ.
Βρώμα, δίπλα μου ένας γλίτσας έχει να πλυθεί 1 μήνα. Τον μισώ, άλλο νάσαι φτωχός και να σ΄ έχουν φτυσμένο όλοι κι άλλο ν΄ αφήνεσαι στη βρώμα και στην κακομοιριά, έχει μια έκφραση ‘δεν βαριέσαι’, ζαλίζομαι…
Προσπαθώ να φτάσω κοντά σε παράθυρο ν΄ αναπνεύσω.
Κάτι ακουμπά στον κώλο μου!! … ε, όχι κι αυτό!!!
Γυρίζω με αυστηρό βλέμμα, δίπλα μου ένας γέρος, ένας μαλλιάς μ΄ ακουστικά και ένας πακιστανός.
Στάση, μπαίνουν κι άλλοι, πιο πολύ στρίμωγμα.
Πάλι κάτι στον κώλο μου, καθαρό πιάσιμο!!
Γυρίζω αγριεμένη, ο μαλλιάς προσπαθεί να κάνει πίσω, σαν να χαμογελάει, είναι και προκλητικός…
ΕΚΡΗΞΗ!!
-ξεφτίλα! – τι;
Του χώνω 2 γρήγορες στη μούρη, πάρτο κάτω το mp και τ΄ ακουστικά.
- τι κάνεις εκεί;
Σκύβει να τα πιάσει, τον κοπανάω με την τσάντα
- μαλάκα, λιγούρη, το δικό σου κώλο πιάσε…
- άντε μωρή …
Μου ρίχνει σπρωξιά/ μπουνιά, αρπάζω το πουκάμισο του, ξηλώνει…
Πέφτουν να μας χωρίσουν, έρχεται κι ο γλίτσας, μπόχα, τρώει κι αυτός μία.
Προλαβαίνω μια κλωτσιά στο καλάμι του μαλλιά.
Σταματάει το λεωφορείο, έρχεται ο οδηγός.
Ο μαλλιάς κατεβαίνει, δείχνει δάχτυλο.
- είσαι πολύ μαλακισμένη… - στον κώλο της μάνας σου ρε.. .
Ο οδηγός με παίρνει δίπλα του – στάσου εδώ να μη σ΄ ενοχλούν.
Ακούω σχόλια πίσω, μερικοί γελάνε, τρέμω απ΄ οργή.
- άνοιξε να κατέβω.
Συνεχίζω με τα πόδια, θέλω να ξεφορτώσω. Ακούω φωνή πίσω μου.
- εγώ δεν σ΄ ακούμπησα. Είναι ο μαλλιάς.
- είσαι πολύ υστέρω!!
Αυτό μου έλειπε, αλλάζω πεζοδρόμιο, δεν μ΄ ακολουθεί.
Περπάτημα, σκέψεις, λες να πλακώθηκα με λάθος άνθρωπο; Γαμώ την ατυχία μου.
Φτάνω σπίτι ούτε κι εγώ ξέρω μετά από πόση ώρα.
Οικογενειακό συμβούλιο
- θέλω μηχανάκι, βαρέθηκα να μου βάζουν χέρι!
Μάνα και αδελφός: όχι, με τίποτα! Πατέρας: να το σκεφτούμε…
Η μάνα επιμένει: όχι!! είναι ο νταβατζής του σπιτιού, τα οικονομικά περνάνε απ΄αυτή… αρπαζόμαστε. Ρίχνει υπονοούμενα για την εμφάνιση μου
– ήσουν προκλητική!! - Κολλητό παντελόνι, κοιλίτσα έξω, όλες έτσι είναι…
Δεν κατάλαβα και δαρμένη και χρεωμένη!! Επιμένω, θα το πάρω!
Βράδυ, στ΄ αυτοκίνητο του Μπάμπη, πάμε στα Στέρ Αχαρνών.
Ο Μπάμπης μου τα μασάει:
- επικίνδυνο το μηχανάκι … τι νομίζεις, χειρότερα θα σου κολλάνε … είναι κι η εμφάνιση !!
Όπα!! Κι εσύ Μπάμπη; Όταν ανέβαινα, με το μίνι, πάνω στο τραπέζι γούσταρες, τώρα σου κάνω σε ξέκωλο;
Τα παίρνω τελείως … κατεβαίνω από τ΄ αυτοκίνητο – μην τολμήσεις να με ακολουθήσεις!! Γυρίζω σπίτι με τα πόδια (πάλι) από την τσαντίλα μου.
Δεν μου γαμιέστε όλοι σας, που τους βρήκα όλους αυτούς!!
Μια μπούργκα κι ένα φερετζέ κρατάνε πίσω από την πλάτη τους κι είναι έτοιμοι να σου τον τρίψουν στη μούρη!!
Αργά.
Πατέρας και μάνα τσακώνονται για μένα, ακούω τις φωνές τους. Ξυπνάω μετά από 2 ώρες. Προσπαθώ να γράψω, λίγα καταφέρνω, ασχολούμαι με τα links, κάνω μαλακίες…
Κυριακή πρωί.
Μόνη με την γιαγιά, οι άλλοι για μπάνιο.
Πάω την γιαγιά με το καροτσάκι στην εκκλησία, το μόνο που μπορεί να κουνήσει είναι το μισό χέρι της, προσπαθεί να κάνει το σταυρό της.
Πίσω σπίτι, της διαβάζω τον Ριζοσπάστη, δεν μπορεί ούτε να κουνηθεί, ούτε να μιλήσει, αλλά οι γιατροί λένε πως καταλαβαίνει, μάλλον έχουν δίκιο, το βλέπω πως ‘παίζουν’ τα μάτια της. Α ρε καπετάνισσα Ευαγγελία πως κατάντησες …
Ο Μπάμπης παίρνει τηλέφωνο, δεν το σηκώνω, έρχεται και χτυπάει το κουδούνι.
- φύγε, δεν σ΄ ανοίγω .
- με παρεξήγησες, δεν εννοούσα …
Από αυτά που τους ξεφεύγουν καταλαβαίνεις…
Κλαψομουνίζει για λίγο έξω από την πόρτα και φεύγει, ξεκουμπίδια …
Απόγευμα, ο μπαμπάς πάτησε πόδι (από τις λίγες φορές).
Θα έχω το μηχανάκι!!!
Η μάνα σέρνει κάτι μούτρα μέχρι το πάτωμα, σκασίλα μου!!